πιμελέα

πιμελέα
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης θυμελαιώδη που είναι ιθαγενή τής Αυστραλίας, τής Νέας Ζηλανδίας και τών Φιλιππίνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pimelea (< πιμελή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιμελή — η, ΝΑ νεοελλ. το φυτό πιμελέα αρχ. 1. το μαλακό λίπος, το πάχος, το ξίγγι 2. η κορφή, η κρέμα τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίαρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”